Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετασεισμός ο [metasizmós] Ο17 : (μικρότερη) σεισμική δόνηση που ακολουθεί ένα (μεγάλο) σεισμό. ANT προσεισμός: Ορισμένα ετοιμόρροπα σπίτια κατέρρευσαν από τους μετασεισμούς.
[λόγ. μετα- σεισμός]



