Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταρρυθμιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταρρυθμιστικός -ή -ό [metariθmistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεταρρύθμιση και ιδίως την επιδιώκει: Mεταρρυθμιστική πολιτική. Mεταρρυθμιστικό πρόγραμμα / κόμμα.

[λόγ. μεταρρυθμιστ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go