Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταναστευτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταναστευτικός -ή -ό [metanasteftikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τη μετανάστευση: Mεταναστευτική πολιτική. β. που έχει σχέση με τους μετανάστες: Mεταναστευτικό συνάλλαγμα.

[λόγ. μεταναστεύ(ω) -τικός μτφρδ. αγγλ. migratory]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go