Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταγωγικός -ή -ό [metaγojikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για μεταφορές από έναν τόπο σε άλλο: Mεταγωγικό αυτοκίνητο / τρένο / αεροπλάνο / πλοίο και ως ουσ. το μεταγωγικό. || (παρωχ.): Mεταγωγικό σώμα, και προφορικά ως ουσ. τα μεταγωγικά, στρατιωτικό σώμα που ασχολούνταν με τις μεταφορές.
[λόγ. μεταγωγ(ή) -ικός]



