Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταγραφικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταγραφικός -ή -ό [metaγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μεταγραφή2: Άρχισε η μεταγραφική περίοδος.

[λόγ. μεταγραφ(ή)2 ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go