Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταγλώσσα η [metaγlósa] Ο25 : (γλωσσ.) λόγος, συνήθ. τεχνητός και συμβατικός, που χρησιμοποιείται στην περιγραφή μιας γλώσσας.
[λόγ. μετα- + γλώσσα μτφρδ. αγγλ. metalanguage (meta- = μετα-)]



