Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετάνιωμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετάνιωμα το [metánoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μετανιώνω.

[μσν. μετάνιωμα < μετανιώ(νω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
μετάνιωμα το.
  • Μεταμέλεια:
    • Τα 'στερα μετανιώματα δεν 'ξάζου (Ερωτόκρ. Γ́ 291· Ριμ. Απολλων. [1439]).

[<μετανιώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. (‑νοι‑) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go