Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετάληψις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μετάληψις η.
  • α) (Προκ. για τροφή) λήψη, βρώση:
    • οι ιχθύες και η μετάληψις αυτών αηδής (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 19615‑6
  • β) (εκκλ., προκ. για αντίδωρο ή αγιασμένο νερό):
    • (Σφρ., Χρον. 523), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1980).

[αρχ. ουσ. μετάληψις. Η λ. και σήμ. εκκλ. (‑η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες