Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετάκληση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετάκληση η [metáklisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετακαλώ. || (οικον.) ~ πιστώσεων, ακύρωση.

[λόγ. < ελνστ. μετάκλη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go