Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετάθεσις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μετάθεσις η· μετάθεση.
  • 1) Μετακίνηση (προσώπου από μία θέση που υπηρετεί σε άλλη):
    • (Βελλερ., Επιστ. 624).
  • 2) Μεταβολή, αλλαγή:
    • μετάθεση δεν έχει το μαντάτο που μου 'φερεν ο άγγελος (Θυσ. 75
    • την μετάθεσιν της ζωής υμών εις την του χρόνου φυσικήν έφοδον αναθήσαντες (Θεολ., Τζίρ. 3582).
  • 3) Μεταβίβαση:
    • Περί χρέους μεταθέσεως (Βακτ. αρχιερ. 188).

[αρχ. ουσ. μετάθεσις. Ο τ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go