Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσόφωνος η [mesófonos] Ο36 : (μουσ.) γυναίκα που η φωνή της πιάνει λιγότερο υψηλές νότες από την υψίφωνο· μετζοσοπράνο.
[λόγ. μεσο- 1 + φων(ή) -ος μτφρδ. ιταλ. mezzosoprano]



