Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσοφόρι το [mesofóri] & μισοφόρι το [misofóri] Ο44 : γυναικείο ρούχο, συνήθ. όμοιο με φούστα, που το φορούν κάτω από το φόρεμα ή τη φούστα: Είναι κολλημένος στο ~ κάποιας, είναι ερωτευμένος με κάποια και επηρεάζεται πολύ από αυτήν.
[μεσο- 1, μισο- 1 + φορ(ώ) -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- Μεσοφορίτισσα η.
-
- Επίθετο της Παναγίας (προκ. για ναό στο Χάνδακα):
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 459).
[<επίθ. μέσος + ουσ. Φόρος αναλογ. προς άλλα επίθ. της Παναγίας σε ‑ίτισσα (πβ. Μεσοπαντίτιτισσα, Μεσοσπορίτισσα)]
- Επίθετο της Παναγίας (προκ. για ναό στο Χάνδακα):



