Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεσουράνηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσουράνηση η [mesuránisi] Ο33 : (αστρον.) το μεσουράνημα ενός ουράνιου σώματος: Άνω / κάτω ~ του ήλιου.

[λόγ. < ελνστ. μεσουράνη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go