Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσήλιξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μεσήλιξ, επίθ.· μεσοήλιξ.
  • (Εδώ) που έχει μέτριο ανάστημα:
    • Ην γαρ Οδυσσεύς μεσήλιξ (Ερμον. Δ 184).

[μτγν. επίθ. μεσήλιξ. Ο τ. το 12. αι. Τ. ‑ικας και ‑ικος σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες