Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μερικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μερικός, επίθ.
  • 1)
    • α) Που αφορά μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους:
      • ο … πασιάς με μερικήν αρμάδα ήλθεν εδώ εις την Πόλην (Κώδ. Χρονογρ. 49
    • β) λίγος, λιγοστός:
      • ω χρόνε κακότατε, … ηθέλησες να μας σβήσεις και το μερικόν φως οπού είχαμεν (Χίκα, Μονωδ. 93
      • κακώσεις σου αν ακούσω, … μερικότερον να γίνεται τό πάσχω (Λίβ. Sc. 1462 (πβ. μερτικός)
    • γ) κάποιος, ορισμένος:
      • Περί δε την ονομασίαν των βουλκολάκων άκουσον μερικόν παράδειγμα (Μάρκ., Βουλκ. 34319
    • δ) περιορισμένος σε έκταση, ένταση, διάρκεια, κλπ.:
      • το … σαράγιον, έχον κάστρον μερικόν (Έκθ. χρον. 6621
      • εγίνην μερικό θανατικό εις τας Σέρρας (Συναδ. φ. 35v· Ωροσκ. 4016
    • ε) συνοπτικός:
      • Χρονικόν μερικόν (Byz. Kleinchron. Á 91 τίτλ).
  • 2) Προσωπικός, ατομικός:
    • γυρεύγει δουλείες εδικές του και όφελος του λόγου του μερικόν (Ροδινός 146
    • πράγμα δικό του μερικόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [550]).
  • 3) Μοναδικός:
    • για πταίσμα μόνον μιας γυναικός και μερικής … όλους μας βασανίζεις (Σουμμ. Παστ. φίδ. Έ [444]).
  • 4) Ιδιαίτερος, εξαιρετικός:
    • με δόξαν μερικήν όλους τους υπερέβης (Λίμπον. 530).
  • 5) Αρκετός, κάμποσος:
    • είχεν μερικόν πείσμα (Συναδ. φ. 71v· Αιτωλ., Μύθ. 727).
  • Το ουδ. ως ουσ. = η επιμέρους ανάπτυξη, εξέταση (ενός θέματος):
    • ίνα εκ του μερικού του τοιούτου εξηγήματος μέλλῃς κατανοήσαι την τοιαύτην ζήτησιν (Μάρκ., Βουλκ. 34214).

[αρχ. επίθ. μερικός (L‑S, TLG). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μερικός -ή -ό [merikós] Ε1 : που αφορά ένα μόνο τμήμα της έννοιας, στην οποία αναφέρεται. ANT ολικός, γενικός: Mερική έκλειψη του ηλίου / της σελήνης. Mερική απασχόληση υπαλλήλου. ANT πλήρης. || (μαθημ.): Mερικό σύνολο. μερικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μερικός (< μέρος) `ατομικός, ιδιαίτερος΄· λόγ. < ελνστ. μερικῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες