Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελόν
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελόν το [melón] Ο (άκλ.) : είδος καπέλου.

[λόγ. < γαλλ. melon]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελόντικα η [melódika] Ο27α : πνευστό μουσικό όργανο με ελεύθερο γλωσσίδι και πλήκτρα, τα οποία κινούν τις βαλβίδες.

[αντδ. < αγγλ. melodicon < αρχ. μελῳδικός (θηλ. ίσως κατά τη λ. αρμόνικα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go