Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελό
20 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελό το [meló] Ο (άκλ.) : (μειωτ.) για καλλιτεχνικό, ιδίως κινηματογραφι κό, έργο χαμηλής συνήθ. ποιότητας που με την υπόθεσή του επιδιώκει να προκαλέσει έντονη συγκίνηση: Bλέπει ένα ~. Δακρύβρεχτο ~. || (επέκτ.) για αντίστοιχη ανθρώπινη συμπεριφορά: Tο γύρισε στο ~. || (ως επίθ.): ~ ιστορία / έργο / ήρωες.

[λόγ. < γαλλ. mélo (σύντμ. του mélodrame = μελόδραμα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελο- [melo] & μελό- [meló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αφορά το μέλος 2, τη μουσική, τη μελωδία. ~ποιώ· ~ποιός· μελόδραμα.

[λόγ. < ελνστ. μελο- θ. του αρχ. μέλο(ς) (δες μέλος 2) ως α' συνθ.: ελνστ. μελο-ποιῶ & γαλλ. mélo- < ελνστ. μελο-: μελό-δραμα < γαλλ. mélodrame]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελόδραμα το [melóδrama] Ο49 : δραματικό θεατρικό έργο που συνοδεύεται από μουσική και χαρακτηρίζεται από συσσώρευση βίαιων ή παθητικών επεισοδίων και από πολύπλοκες ή απρόβλεπτες εξελίξεις, έτσι ώστε να προκαλεί έντονη συγκίνηση· όπερα: Iταλικό ~. Θίασος / παράσταση μελοδράματος. || (επέκτ.) για αντίστοιχη ανθρώπινη συμπεριφορά.

[λόγ. < γαλλ. mélodrame < mélo- = μελο- + drame < αρχ. δρᾶμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελοδραματικός -ή -ό [meloδramatikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το μελόδραμα: ~ θίασος. Mελοδραματικό ρεπερτόριο. 2. για ανθρώπινη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από στοιχεία που προσιδιάζουν στο μελόδραμα: ~ τόνος ομιλίας. Mελοδραματικές εκφράσεις / κινήσεις. Πήρε ένα μελοδραματικό ύφος και άρχισε να μας εξιστορεί τα γεγονότα. μελοδραματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. mélodramatique < mélodram(e) = μελόδραμα (-at- κατά το dramatique = δραματικός) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελοδραματισμός ο [meloδramatizmós] Ο17 : ανθρώπινη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από υπερβολή όσον αφορά την εκδήλωση διάφορων αισθημάτων ή συναισθημάτων: Άσε τους μελοδραματισμούς και σκέψου λογικά.

[λόγ. μελοδραματ(ικός) -ισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
μελοκοπώ.
  • Ακρωτηριάζω· διαμελίζω:
    • τα κράτα μου να τα μελοκοπήσουν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2022).

[μτγν. μελοκοπέω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελομακάρονο το [melomakárono] Ο41 : γλυκό με ωοειδές σχήμα, που είναι φτιαγμένο κυρίως από ζυμάρι και λάδι, περιχυμένο με μέλι και πασπαλισμένο με καρύδι: Πώς να νιώσεις Xριστούγεννα χωρίς γαλοπούλα και μελομακάρονα!

[μέλ(ι) -ο- + μακαρόν(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελόν το [melón] Ο (άκλ.) : είδος καπέλου.

[λόγ. < γαλλ. melon]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελόντικα η [melódika] Ο27α : πνευστό μουσικό όργανο με ελεύθερο γλωσσίδι και πλήκτρα, τα οποία κινούν τις βαλβίδες.

[αντδ. < αγγλ. melodicon < αρχ. μελῳδικός (θηλ. ίσως κατά τη λ. αρμόνικα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελόπιτα η [melópita] Ο27α : 1. η κερήθρα· πίτα3. 2. είδος πίτας με μέλι.

[μέλ(ι) -ο- + -πιτα]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go