Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελλόνυμφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελλόνυμφος ο [melónimfos] Ο19 θηλ. μελλόνυμφη [melónimfi] Ο (βλ. Ε5) (συνήθ. πληθ.) : για άντρα ή για γυναίκα που πρόκειται σύντομα να παντρευτεί.

[λόγ. < αρχ. μελλόνυμφος (ιδ. για τη γυναίκα)· λόγ. μελλόνυμφ(ος) -η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες