Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελιός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μελιός ο· μελεός.
  • Είδος δένδρου, μελιά, φράξο:
    • Τους μελεούς εκόπτασι (Θησ. ΙΆ [234]).

[<ουσ. μελιά (Κριαρ.· Du Cange έα, αρχ. ‑ία) με αλλαγή γένους. Η λ. και τ. μέλεος, κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go