Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελιτώδης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μελιτώδης, επίθ.
  • Παχύρρευστος όπως το μέλι:
    • μελιτώδους συστάσεως (Ιερακοσ. 43327‑8).

[μτγν. επίθ. μελιτώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go