Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελιτακιά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μελιτακιά η.
  • Πλήθος από μυρμήγκια, μυρμηγκιά:
    • Σαν τη μελιτακιά αρίθμητ’ ήσα (Άσμα πολ. 359-60).

[<ουσ. μελίτακας (Πάγκ., Μηνάς 1978: 157) + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go