Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελισσουργός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελισσουργός ο [melisurγós] Ο17 : 1. είδος πουλιού· μελισσοφάγος. 2. μελισσοκόμος.

[λόγ.: 2: αρχ. μελισσουργός· 1: σφαλερή μεταφορά της σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go