Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελισσοβότανο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελισσοβότανο το [melisovótano] Ο41 : ποώδες αρωματικό φυτό· μελισσόχορτο.

[ελνστ. μελισσοβότανον (επειδή αρέσει στις μέλισσες)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go