Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελανόμορφος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανόμορφος -η -ο [melanómorfos] Ε5 : (αρχαιολ., για αγγείο) που έχει μαύρες μορφές επάνω σε κόκκινο φόντο· (πρβ. ερυθρόμορφος): ~ αμφορέας. Mελανόμορφη κύλικα. Tα μελανόμορφα αγγεία χρονικά προηγούνται από τα ερυθρόμορφα.

[λόγ. μελανο- 1 + μορφ(ή) -ος μτφρδ. αγγλ. black figure vases]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go