Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελίρρυτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελίρρυτος -η -ο [melíritos] Ε5 : (λόγ., για λόγο) που είναι πολύ ευχάριστος.

[λόγ. < αρχ. μελίρρυτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go