Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μειονοτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειονοτικός -ή -ό [mionotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μειονότητα και ιδίως ανήκει σε αυτήν: ~ πληθυσμός. Mειονοτικά σχολεία.

[λόγ. μειονότ(ης) (δες στο μειονότητα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go