Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μειοδότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειοδότης ο [mioδótis] Ο10 θηλ. μειοδότρια [mioδótria] Ο27 : 1. αυτός που προσφέρει τη χαμηλότερη τιμή σε μειοδοτικό διαγωνισμό. ANT πλειοδότης: H κατασκευή του έργου ανατέθηκε στον τελευταίο μειοδότη. || (ως επίθ.): H μειοδότρια εταιρεία. 2. (μτφ., σπάν.) αυτός που επιδεικνύει υπερβολική υποχωρητικότητα έναντι κάποιου άλλου: Εθνικός ~, αυτός που κάνει παραχωρήσεις που βλάπτουν τα εθνικά συμφέροντα.

[λόγ. μειο(δοσία) -δότης (αναδρ. σχημ.)· λόγ. μειοδό(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες