Combined Search
| 19 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- μειο- [mio] & μειό- [mió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κάποτε μειονο- [miono] & μειον- [mion], σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση· προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την έννοια του λιγότερος ή μικρότερος αριθμητικά. ANT πλειο-: ~δοτώ, ~ψη φώ· ~δότης· ~ψηφία· μειονοψηφία. || μειονεκτώ. || (γεωλ.) μειόκαινος.
[λόγ. < ελνστ. μειο- θ. του αρχ. συγκρ. μείων του επιθ. μικρός ως α' συνθ.: ελνστ. μειό-φρων `άμυαλος΄ & νλατ. m(e)io- < ελνστ. μειο-: μειό-καινος < νλατ. m(e)iocaenus· λόγ. < αρχ. μειον(ο)- θ. του μείων ως α' συνθ.: αρχ. μειον-εκτῶ `έχω πολύ λίγο, είμαι κατώτερος΄]
- μειοδοσία η [mioδosía] Ο25 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μειοδοτώ, η προσφορά της χαμηλότερης τιμής σε μειοδοτικό διαγωνισμό. ANT πλειοδοσία. 2. (μτφ., σπάν.) υπερβολική υποχωρητικότητα έναντι κάποιου άλλου: Εθνική ~, παροχή ευεργετημάτων σε ξένους εις βάρος των εθνικών συμφερόντων. H αξιωματική αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρ νηση για εθνική ~. Kαθεστώς εθνικής μειοδοσίας και υποτέλειας.
[λόγ. μειο- + -δοσία κατά το αντ. πλειοδοσία μτφρδ. γερμ. Mindestgebot]
- μειοδότης ο [mioδótis] Ο10 θηλ. μειοδότρια [mioδótria] Ο27 : 1. αυτός που προσφέρει τη χαμηλότερη τιμή σε μειοδοτικό διαγωνισμό. ANT πλειοδότης: H κατασκευή του έργου ανατέθηκε στον τελευταίο μειοδότη. || (ως επίθ.): H μειοδότρια εταιρεία. 2. (μτφ., σπάν.) αυτός που επιδεικνύει υπερβολική υποχωρητικότητα έναντι κάποιου άλλου: Εθνικός ~, αυτός που κάνει παραχωρήσεις που βλάπτουν τα εθνικά συμφέροντα.
[λόγ. μειο(δοσία) -δότης (αναδρ. σχημ.)· λόγ. μειοδό(της) -τρια]
- μειοδοτικός -ή -ό [mioδotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μειοδοσία ή στο μειοδότη. ANT πλειοδοτικός: ~ διαγωνισμός, είδος δημοπρασίας που γίνεται με στόχο την επίτευξη της χαμηλότερης τιμής για την κατασκευή ενός έργου, την προμήθεια ορισμένων αγαθών κτλ.
[λόγ. μειοδότ(ης) -ικός]
- μειοδοτώ [mioδotó] Ρ10.9α : προσφέρω τη χαμηλότερη τιμή σε μειοδοτικό διαγωνισμό. ANT πλειοδοτώ: Tο έργο ανατέθηκε σε εταιρεία διαφορετική από εκείνη που είχε μειοδοτήσει. 2. (μτφ., σπάν.) είμαι υπερβολικά υποχωρητικός ή πολύ λίγο απαιτητικός έναντι κάποιου άλλου.
[λόγ. μειοδότ(ης) -ώ κατά το αντ. πλειοδοτώ]
- μειόκαινος -ος / -η -ο [miókenos] Ε17 : (γεωλ.) που αναφέρεται σε συγκεκριμένη χρονική φάση της διαμόρφωσης του στερεού φλοιού της Γης. || (ως ουσ.) η μειόκαινος, το μειόκαινο, υποδιαίρεση της τεταρτογενούς γεωλογικής περιόδου της Γης.
[λόγ. < νλατ. m(e)iocaenus < m(e)io- = μειο- + καινός]
- μείον [míon] επίρρ. : με επιρρηματική ή άλλη λειτουργία. I1α. με αιτιατική ουσιαστικού που εκφράζει ποσό, για να δηλώσει αυτό που μένει αφού αφαιρεθεί το ποσό που προσδιορίζει. ANT συν: Θα σου στοιχίσει χίλιες δραχμές ~ τα έξοδα μεταφοράς, αν αφαιρεθούν τα έξοδα. Παίρνει είκο σι χιλιάδες το μήνα ~ τις κρατήσεις / ~ οι κρατήσεις. β. (έκφρ.) είμαι ~, τα έξοδά μου είναι περισσότερα από τα έσοδα: Aυτό το μήνα είμαι ~ είκοσι χιλιάδες. το ταμείον είναι ~, δεν υπάρχουν καθόλου χρήματα. αισθάνομαι / νιώθω ~, αισθάνομαι, πιστεύω ότι είμαι σε μειονεκτική θέση, ότι μειονεκτώ. 2. (ως ουσ.) τα μείον, τα πλην, τα μειονεκτήματα. ANT τα συν: Tο γεγονός ότι βλέπει στον ακάλυπτο είναι σίγουρα ένα από τα ~ του διαμερίσματος. Πρέπει να ζυγίσει τα ~ και τα συν μιας τέτοιας μετάθεσης. II1. (μαθημ.) ονομασία του συμβόλου ή σημείου της αφαί ρεσης (- )· πλην. ANT συν: Πέντε ~ δύο ίσον τρία. 2. για ενδείξεις μικρότερες από το μηδέν· πλην. ANT συν: α. (μαθημ.): Οι αρνητικοί αλγεβρικοί αριθμοί συμβολίζονται με (το) ~. β. για θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν· πλην. ANT συν: Tο θερμόμετρο έφτασε στους ~ δέκα βαθμούς Kελσίου.
[λόγ.: I1: αρχ. επίρρ. μεῖον ουδ. του συγκρ. μείων `μικρότερος΄ του επιθ. μικρός· I2: σημδ. αγγλ. minus· II: σημδ. γαλλ. moins]
- μειονέκτημα το [mionéktima] Ο49 : κάθε στοιχείο, ιδίως ελάττωμα, ατέλεια ή έλλειψη, που κάνει κπ. ή κτ. να βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση ή κατώτερη θέση σε σύγκριση με κπ. ή κτ. άλλο. ANT πλεονέκτημα: Σπίτι με πολλά μειονεκτήματα. Tο αυτοκίνητο αυτό είναι καλό, έχει όμως το ~ ότι σπανίζουν τα ανταλλακτικά του. Kύριο / σοβαρό / ασήμαντο ~. Είναι ~ να μένεις μακριά από τη δουλειά σου.
[λόγ. < ελνστ. μειονέκτημα]
- μειονεκτικός -ή -ό [mionektikós] Ε1 : που έχει ένα ή πολλά μειονεκτήμα τα. ANT πλεονεκτικός: Είναι κάποιος σε μειονεκτική θέση / κατάσταση. ~ άνθρωπος.
μειονεκτικά ΕΠIΡΡ: Aισθάνεται ~ γιατί δεν έχει σπουδάσει. [λόγ. < ελνστ. μειονεκτικός `διατεθειμένος να πάρει πολύ λίγο΄ με αλλ. της σημ. κατά το μειονεκτώ]
- μειονεκτικότητα η [mionektikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μειονεκτικός. ANT πλεονεκτικότητα. || (ψυχ.): Συναίσθημα / σύμπλεγμα μειονεκτικότητας.
[λόγ. μειονεκτικ(ός) -ότης > -ότητα]



