Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μειξοπάρθενη η [miksopárθe ni] Ο32 & (λόγ.) μειξοπάρθενος η [mikso párθenos] Ο36 : μειξοπαρθένα. || (ως επίθ.): ~ γυναίκα.
[-νος: λόγ. < αρχ. μιξοπάρθενος (ορθογρ. κατά το μείξη) `μισή κοπέλα και μισή θηρίο΄ επίθ. της Σφίγγας (ίσως ειρωνικά ή από παρανόηση της σημ.)· -νη: μειξοπάρθεν(ος) μεταπλ. -η για προσαρμ. στη δημοτ.]