Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεθόριος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθόριος η [meθórios] Ο36 : (λόγ.) τα σύνορα δύο γειτονικών κρατών: Ελληνοαλβανική ~.

[λόγ. < ελνστ. μεθόριος ἡ ουσιαστικοπ. θηλ. (ενν. χώρα) του αρχ. επιθ. μεθόριος `που βρίσκεται στο σύνορο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες