Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεθυστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθυστικός -ή -ό [meθistikós] Ε1 : που προκαλεί μέθη. 1. για οινοπνευματώδη ποτά: Mεθυστικό κρασί. 2. (μτφ.) για συναισθηματική ένταση: ~ έρωτας. Mεθυστικό άρωμα / αεράκι / φιλί. μεθυστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. μεθυστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go