Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεθυστής
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μεθυστής ο.
  • Μέθυσος, μπεκρής:
    • (Προδρ. IV 303
    • φίλοι του κρασίου και μεθυστάδες (Σοφιαν., Παιδαγ. 96).

[μτγν. ουσ. μεθυστής. Τ. ‑άς σήμ. ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go