Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεθυστής ο.
-
- Μέθυσος, μπεκρής:
- (Προδρ. IV 303)·
- φίλοι του κρασίου και μεθυστάδες (Σοφιαν., Παιδαγ. 96).
[μτγν. ουσ. μεθυστής. Τ. ‑άς σήμ. ποντ.]
- Μέθυσος, μπεκρής:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[μτγν. ουσ. μεθυστής. Τ. ‑άς σήμ. ποντ.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |