Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεθοριακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθοριακός -ή -ό [meθoriakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεθόριο· συνοριακός: Mεθοριακή γραμμή. α. που βρίσκεται στη μεθόριο: ~ σταθμός. Mεθοριακά φυλάκια / χωριά. β. που γίνεται στη μεθόριο: Mεθοριακές πολεμικές συγκρούσεις. Mεθοριακά επεισόδια.

[λόγ. μεθόρι(ος) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες