Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεθοδολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθοδολογικός -ή -ό [meθoδolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεθοδολογία: Mεθοδολογικό θέμα / πρόβλημα. Επιστημονικές συζητήσεις μεθοδολογικού χαρακτήρα.

[λόγ. < γαλλ. méthodologique < méthodolog(ie) = μεθοδολογ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go