Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλόφωνος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλόφωνος, επίθ.
  • α) Που φωνάζει δυνατά:
    • (Ζήνου, Βατραχ. 320
  • β) (προκ. για μουσικό όργανο) που ηχεί δυνατά:
    • κόρνεον μεγαλόφωνον (Παρασπ., Βάρν. C 433).

[αρχ. επίθ. μεγαλόφωνος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλόφωνος -η -ο [meγalófonos] Ε5 : που γίνεται με δυνατή φωνή: Mεγαλόφωνη ανάγνωση. μεγαλόφωνα & μεγαλοφώνως ΕΠIΡΡ με δυνατή φωνή: Mιλάει / διαβάζει κάποιος ~.

[λόγ. < αρχ. μεγαλόφωνος· λόγ. < ελνστ. μεγαλοφώνως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες