Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεγαλότητα η· μεγαλότη.
-
- 1)
- α) (Μεγάλο) μέγεθος:
- η μεγαλότητα του νησσίου σου είναι μία πέτρα φυτεμένη εις την θάλασσαν (Μαχ. 64220‑1)·
- τους πάντας … επερίσσευεν εις την μεγαλότητα του κορμίου (Εγκ. αγ. Δημ. 108111‑12)·
- β) προκ. για σωματική ανάπτυξη, μεγάλωμα:
- από μικρό που 'τον (ενν. το πουλί), … κορμί … και δύναμη και μεγαλότη κάνει (Ερωτόκρ. Ά 312).
- α) (Μεγάλο) μέγεθος:
- 2) Μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοσύνη:
- (Ερωτόκρ. Β́ 410)·
- πολλοί τσι μεγαλότητες τούτου του κόσμου φεύγου (Ερωτόκρ. Γ́ 205)·
- έδειξέ μας ο Κύριος … τη μεγαλότητά του (Πεντ. Δευτ. V 21· Δευτ. IX 26).
- 3) Ισχύς, δύναμη:
- την τόση μεγαλότη του λαού σου (Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. 4).
[μτγν. ουσ. μεγαλότης. Ο τ. και στον Κατσαῒτη. Η λ. στο Βλάχ.]
- 1)



