Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλόκερος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλόκερος, επίθ.
  • Που έχει μεγάλα κέρατα:
    • τράγον μεγαλόκερον (Αλεξ. 112).

[επίθ. μεγαλόκερως (<επίθ. μεγάλος + ουσ. κέρας) που απ. το 12. αι. και σε σχόλ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go