Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλυνάριον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλυνάριον το.
  • (Εκκλ.) σύντομος ύμνος ή τροπάριο που ψάλλεται πριν από τα τροπάρια της 9. ωδής του κανόνα:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 634).

[<μεγαλύνω + κατάλ. ‑άριον. Η λ. στο Du Cange (‑ία), το Soph. και σήμ. (‑ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go