Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλορρημοσύνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλορρημοσύνη η [meγalorimosíni] Ο30α : (λόγ.) χρησιμοποίηση υπερβολών ή πομπωδών εκφράσεων στο λόγο· μεγαλοστομία.

[λόγ. < ελνστ. μεγαλορρημοσύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go