Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλοκτηματίας ο [meγaloktimatías] Ο3 : ιδιοκτήτης πολύ μεγάλων εκτάσεων γης, ιδίως καλλιεργήσιμων.
[λόγ. μεγαλο- + κτηματίας μτφρδ. γαλλ. grand, gros propriétaire]



