Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλοεφοπλιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλοεφοπλιστής ο [meγaloefoplistís] Ο7 : εφοπλιστής που εκμεταλλεύεται εμπορικά πολλά πλοία.

[λόγ. μεγαλο- + εφοπλιστής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go