Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μείκτης ο [míktis] Ο10 : 1. συσκευή που από δύο ή περισσότερα σήματα, ακουστικά ή οπτικά, σχηματίζει ένα: ~ ήχου / εικόνας. 2. (σπάν.) συσκευή που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ενός μείγματος· (πρβ. μίξερ).
[λόγ. μεικ- (αρχ. ρ. μείγνυμι δες στο αναμειγνύω) -της μτφρδ. αγγλ. mixer]



