Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυροφόρος, επίθ.
-
- Που φορά μαύρα ρούχα:
- (Πικατ. 58)·
- η Στάφυλος η μαυροφόρος (Πωρικ. I 125 κριτ. υπ).
{<επίθ. μαύρος + ‑φόρος. Τ.‑ρό‑ σήμ. ποντ. Η λ. τον 9. αι. (ως εθν. Soph., TLG) και σήμ. ιδιωμ· θηλ. ‑α κοιν.]
- Που φορά μαύρα ρούχα:



