Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυροκουρούνα η.
-
- Μαύρη κουρούνα:
- (Χρησμ. (Βέης) 1430).
[<επίθ. μαύρος + ουσ. κουρούνα. Η λ. στο Du Cange (εσφαλμ. μακρ‑) και σήμ. ιδιωμ.]
- Μαύρη κουρούνα:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<επίθ. μαύρος + ουσ. κουρούνα. Η λ. στο Du Cange (εσφαλμ. μακρ‑) και σήμ. ιδιωμ.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |