Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαυρέας ο.
-
- Αυτός που είναι μαύρος ή έχει μαύρη όψη:
- Αράπη και Σαρακηνέ (ενν. κόρακα) μαυρέα (Πουλολ. 9 ΑΖ).
[<επίθ. μαύρος + κατάλ. ‑έας]
- Αυτός που είναι μαύρος ή έχει μαύρη όψη:



