Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαυρέας
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μαυρέας ο.
  • Αυτός που είναι μαύρος ή έχει μαύρη όψη:
    • Αράπη και Σαρακηνέ (ενν. κόρακα) μαυρέα (Πουλολ. 9 ΑΖ).

[<επίθ. μαύρος + κατάλ. ‑έας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go