Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαστόρισσα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μαστόρισσα η.
  • 1)
    • α) Γυναίκα επιδέξια, ικανή· τεχνίτρα:
      • (Σαχλ. Á PM 317), (Φορτουν. Β́ 429
    • β) γυναίκα πανούργα, πολυμήχανη:
      • Χαρά στην την κυρ' αλωπού, …, υγείαν στην μαστόρισσαν (Διήγ. παιδ. 271).
  • 2) Προκ. για ανήθικη γυναίκα, πόρνη:
    • μαστόρισσες, μαυλίστρες καμωμένες (Σαχλ., Αφήγ. 641).
  • 3) Μοδίστρα:
    • να πάτε ς' τση μαστόρισσας … ανίσως … κι εβγόδωσε τα ρούχα (Φορτουν. Έ 4).
  • 4) Ως προσφών. για τη σύζυγο του «μάστορα», του αφεντικού (ή: γυναίκα «μάστορας»):
    • Του μακελλάρη την γυνήν ηρξάμην κολακεύειν: «Κυρά … μαστόρισσα …» (Προδρ. III 273-34 χφ P κριτ. υπ).

[<ουσ. μάστορας + κατάλ. ‑ισσα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go