Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαστιχάτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστιχάτος -η -ο [mastixátos] Ε3 : που στην υφή του μοιάζει με μαστίχα· (πρβ. μαστιχωτός): Mαστιχάτο παγωτό. || (ως ουσ.) το μαστιχάτο, ποτό παρασκευασμένο από μαστίχα.

[μσν. μαστιχάτος `που περιέχει μαστίχα΄ < μαστίχ(α) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go