Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μασονικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασονικός -ή -ό [masonikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους μασόνους ή με τη μασονία· τεκτονικός 2: Mασονική στοά.

[λόγ. μασόν(ος) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go