Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μασκάρεμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασκάρεμα το [maskárema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μασκαρεύω.

[μασκαρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Κριαρά]
μασκάρεμα το.
  • 1) Μεταμφίεση:
    • (Ιστ. Βλάχ. 333).
  • 2) Μασκαραλίκι, κοροϊδία, ξεγέλασμα:
    • εμιτρίγιασά σου, γιατί τα μασκαρέματα 'ρέγεται η αφεντιά σου (Στάθ. Β́ 164· Κατζ. Γ́ 175).

[<μασκαρεύομαι + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go