Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μασέρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μασέρ ο [masér] θηλ. μασέζ [maséz] Ο (άκλ.) : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το μασάζ: Δουλεύει σε ποδοσφαιρική ομάδα ως ~.

[λόγ. < γαλλ. masseur· λόγ. < γαλλ. masseuse]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go